- ενδοκυττάριο
- τοτο σύνολο τών ζωντανών ή νεκρών στοιχείων που βρίσκονται κλεισμένα στο κυτταρόπλασμα τών πολυκύτταρων ή μονοκύτταρων οργανισμών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αφυδάτωση — Διαδικασία με την οποία απομακρύνεται το νερό (ύδωρ), το οποίο σε πολυάριθμες ουσίες είναι στενά συνδεδεμένο με τη μοριακή τους δομή (ύδωρ κρυστάλλωσης): Στην περίπτωση της αφαίρεσης του νερού που απλώς έχει απορροφηθεί γίνεται λόγος για ξήρανση … Dictionary of Greek
υδατοηλεκτρικός — ή, ό, Ν φρ. α) «υδατοηλεκτρολυτική ισορροπία» φυσιολ. ισορροπία που προκύπτει από τη ρύθμιση και την ορθή κατανομή τού νερού και τών ηλεκτρολυτών στον οργανισμό και ειδικότερα στον ενδοκυττάριο και στον εξωκυττάριο χώρο β) «υδατοηλεκτρολυτικές… … Dictionary of Greek
ύδρωπας — ο / ὕδρωψ, ωπος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. ύδρωψ Ν, και τ. ὑδρῶψ Α ιατρ. μη φυσιολογική συλλογή ορώδους υγρού σε κοιλότητες ή σε κοίλα όργανα τού σώματος ή στους διάμεσους ιστούς και, σπανιότερα, ακόμη και στον ενδοκυττάριο χώρο, οφειλόμενη σε γενική… … Dictionary of Greek